- καυκάσιος
- -α, -ο (ΑΜ καυκάσιος, -ία, -ον)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καύκασονεοελλ.ως κύριο όν. ο Καυκάσιος, η Καυκασίααυτός που κατάγεται από τον Καύκασο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καυκάσιος — α, ο αυτός που αναφέρεται στον Καύκασο ή στη χώρα Καυκασία: Ανήκουν στην καυκάσια φυλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καυκάσιος — Καύκασος Mt. Caucasus fem gen sg (epic doric ionic aeolic) Καύκασος Mt. Caucasus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)